φαρδομάνικος

φαρδομάνικος
-η, -ο, Ν
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια
2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο
α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου
β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο
3. παροιμ. φρ. «καλά 'ν' τα φαρδομάνικα, μα 'ν' για τους δεσποτάδες» — δηλώνει ότι πολλοί επιθυμούν αξιώματα και τιμές, αλλά λίγοι είναι άξιοι γι' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρδύς + μανίκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”